Λοιπόν, ας το πούμε όπως είναι: το όνομα του Παντελή Παντελίδη ξανα-σέρνεται στα media — όχι επειδή εμφανίστηκε ξαφνικά κάποιο θαύμα, αλλά γιατί κάποιοι αποφάσισαν να ξανανοίξουν τον φάκελο του θανάτου του. Και ναι, μυρίζει… βρωμιά από μακριά.
Η υπόθεση του τροχαίου που στοίχισε τη ζωή στον τραγουδιστή δεν είχε ανάγκη επανεξετάσεις για να μείνει ζωντανή στη μνήμη μας. Αλλά κάποιοι θέλουν να πουλήσουν θέαμα και θεωρίες, να τραβήξουν «νέα στοιχεία» από το καπέλο, ενώ οι πληγωμένες ψυχές — η Μίνα Αρναούτη και όσοι υπέστησαν την τραγωδία — βλέπουν τα τραύματά τους να γίνονται νούμερα σε clickbait τίτλους.
Στο στόχαστρο τώρα είναι «ο οδηγός» της ιστορίας. Ακούγονται σενάρια ότι ίσως να μην οδηγούσε ο Παντελίδης, ότι κάποιοι γύρω του «έστησαν το σκηνικό». Ποιοι; Μα φυσικά οι ίδιοι που έχουν συμφέρον από τη διαχείριση του θανάτου του — κάποιοι επενδυτές, κάποιοι «μάρτυρες-εξπρές», και η ασταμάτητη μηχανή των media που χρειάζεται drama για να ζει.
Και τι γίνεται με όσους τραυματίστηκαν εκείνο το βράδυ; Η Μίνα Αρναούτη έχει περάσει 17 χειρουργεία, χρόνια αναπηρίας, και βλέπει ξανά την ιστορία της να γίνεται παιχνίδι στα χέρια των επικοινωνιολόγων. Απειλές, ψευδείς μαρτυρίες, κουτσομπολιά — όλα μαζί σε ένα κακόγουστο mix που προσπαθεί να αλλάξει την κοινή γνώμη.
Και οι μάρτυρες; Οι “όψιμοι” που εμφανίζονται πέντε χρόνια μετά; Κατά κανόνα έχουν περισσότερη όρεξη για δημοσιότητα παρά για αλήθεια. Όσο για το DNA και τα πραγματικά στοιχεία — αυτά παραμένουν εκεί που πρέπει: αδιάσειστα, αλλά αγνοημένα από όσους θέλουν να βγάλουν τίτλους.
Το χειρότερο; Το timing. Το τραγούδι έχει σταματήσει να παίζει, αλλά τα media το ξαναφέρνουν στην κορυφή επειδή κάποιες ιστορίες που μυρίζουν λεφτά και διασημότητα δεν πεθαίνουν ποτέ. Οι φίλοι, η οικογένεια, και ο κόσμος που τον αγάπησε έχουν σχηματίσει γνώμη — και η επαναφορά του θέματος μοιάζει με επίθεση στη μνήμη του.
Η ερώτηση που κανείς δεν λέει καθαρά:
Θέλουμε να ξέρουμε την αλήθεια ή απλά κάποιοι παίζουν παιχνίδια, με πρόφαση την έρευνα; Μέχρι να εμφανιστούν αδιάσειστα στοιχεία, όλο αυτό θα παραμένει ένα θέατρο κουτσομπολιού — και δυστυχώς, οι πραγματικά πληγωμένοι θα συνεχίσουν να πληρώνουν το τίμημα.



